- κατασκευαστός
- -ή, -ό (Α κατασκευαστός, -ή, -όν) [κατασκευάζω]αυτός που έχει κατασκευαστεί ή που είναι δυνατόν να κατασκευαστεί, ο τεχνητός, εκείνος που δεν υπάρχει στη φύσηαρχ.1. εκείνος που ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες ή τις εντολές κάποιου («ὁ κατασκευαστὸς αὐτόμολος» — αυτός που εκτελώντας εντολές υποκρίνεται ότι έχει αυτομολήσει, Διον. Αλικ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κατασκευαστόντο ύφος τού λόγου το υπερβολικά προσεγμένο και φτειαχτό, το αντίθετο προς το απλό και απέριττο.επίρρ...κατασκευαστῶς (Α)τεχνητά.
Dictionary of Greek. 2013.